μισοκάθομαι

μισοκάθομαι
μισοκάθισα
1. κάθομαι για λίγο, βιαστικά, με την προοπτική να φύγω: Μισοκάθισα για έναν καφέ γιατί με περίμεναν στο γραφείο.
2. δεν κάθομαι άνετα: Μισοκάθισα στο παγκάκι μαζί με άλλα δύο άτομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”